κακοθελής — malevolent masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοθελεῖ — κακοθελής malevolent masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) κακοθελής malevolent masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοθελεῖς — κακοθελής malevolent masc/fem acc pl κακοθελής malevolent masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοθελές — κακοθελής malevolent masc/fem voc sg κακοθελής malevolent neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοθελοῦς — κακοθελής malevolent masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοθελῶν — κακοθελής malevolent masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοθελῶς — κακοθελής malevolent adverbial (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
зловольный — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} прил. (κακοθελής) зложелательный, злонамеренный (Прол. дек. 31) … Словарь церковнославянского языка
κακ(ο)- — (AM κακ[ο] ) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι στο σύνολό τους σχεδόν προσδιοριστικού τύπου (δηλ. το α συνθετικό προσδιορίζει το β , πρβλ. κακο μούτσουνος, κακο ντυμένος) με… … Dictionary of Greek
κακοθέλεια — κακοθέλεια, ἡ (AM, Μ και κακοθελία) [κακοθελής] κακή θέληση … Dictionary of Greek